- τσιμπλιάρης
- -α, -ικο, Ν1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιμπλιάρης, -α, -ικο — που έχει τσίμπλες στα μάτια του, που είναι γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμπλιάρικος — η, ο, Ν [τσιμπλιάρης] τσιμπλιάρης … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γλημώδης — γλημώδης, ες (Α) γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γλημώδης (με εκτεταμένη βαθμίδα θέματος) αποτελεί παράλληλο τ. τού γλᾰμ υρός* και σχηματίστηκε από συμφυρμό με το λημώδης «τσιμπλιάρης»] … Dictionary of Greek
λημώδης — ες (Α λημώδης, ώδες) [λήμη] γεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης … Dictionary of Greek
τσίμπλης — και τσιμπλής, θηλ. τσιμπλού και τσίμπλα, Ν [τσίμπλα] τσιμπλιάρης … Dictionary of Greek
τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] … Dictionary of Greek
τσιμπλής — τσιμπλής, ο και τσίμπλης, ο θηλ. τσιμπλού τσιμπλιάρης (βλ. λ.), τσιμπλομάτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμπλιάρικος — η, ο τσιμπλιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)